Η ταφή στην αρχαία Ελλάδα

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019
Η ταφή στην αρχαία ΕλλάδαΗ ταφή στην αρχαία ΕλλάδαΗ ταφή στην αρχαία Ελλάδα

Θρησκευτική ήταν, κατά κύριο λόγο, η ανάγκη που ωθούσε τους αρχαίους Έλληνες για κάθε είδους αποχαιρετισμό των νεκρών τους. Σύμφωνα με τη θρησκεία της εποχής αρκούσε ένα ράντισμα του νεκρού με χώμα για να εξευμενισθεί και να μην μετατραπεί σε ον που τιμωρεί και επιτίθεται.
Ο Όμηρος επηρέασε τόσο πολύ τη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων, που δεν κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν από τις ψυχές τους ούτε φιλοσοφικές θεωρίες (του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Ορφέα), ούτε ο Χριστιανισμός. Ο υποχθόνιος κόσμος που περιγράφει ο Όμηρος, ο χωρίς παρηγοριά, είναι ο Άδης της σημερινής εποχής.
Η περιποίηση του νεκρού ήταν από τότε μια τελετουργία. Αφού έπλεναν και έντυναν το νεκρό με καθαρά, συνήθως λευκά, ρούχα, τον ξάπλωναν πάνω σε ένα κρεβάτι ή ένα τραπέζι, με τα πόδια να κοιτούν την έξοδο. Το κεφάλι του το στήριζε ένα μαξιλάρι με λουλούδια.
Στην τελετουργία συντρόφευαν τον νεκρό γυναίκες και άνδρες του πολύ στενού οικογενειακού του κύκλου καθώς και φίλοι. Ο χώρος της τελετής ήταν γεμάτος με λουλούδια, ληκύθους, αγγεία με αρώματα και ακόμη παρευρίσκονταν μοιρολογίστρες, όπως παρατηρούμε συχνά πάνω σε αγγεία που απεικονίζουν σκηνές ταφής στην αρχαιότητα. Σκηνές, δηλαδή, που διαδραματίζονται και σε μια σημερινή τελετή κηδείας.
Οι συγγενείς θέλοντας μια ήσυχη μεταθανάτιο ζωή για το αγαπημένο τους άτομο, έβαζαν στο στόμα του ένα νόμισμα, το λεγόμενο βαρκάτικο, που ήταν το αντίτιμο που έπρεπε να πληρώσει στον Χάροντα για να τον περάσει με τη βάρκα από τον ποταμό Άδη. Μερικές φορές, έβαζαν δίπλα στο νεκρό ένα γλυκό από μέλι για να καλοπιάσει τον Κέρβερο, που ήταν ο σκύλος φύλακας του Άδη.
Η κηδεία έπρεπε να γίνει πριν βγει το φως του ηλίου, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, αλλιώς θεωρείτο ότι θα μολυνθεί ο ήλιος από τον μιασμένο νεκρό. Για να αποτραπεί αυτό, λάμβαναν μέρος τελετές εξαγνισμού και μάλιστα οι συγγενείς του νεκρού έπρεπε να πλυθούν με νερό από άλλο σπίτι. Έπειτα, γινόντουσαν τα νεκρόδειπνα, όπου έτρωγαν όλοι μαζί. Την επόμενη μέρα, κάνανε εξαγνισμό στο σπίτι με θαλασσινό νερό. Στα τριήμερα, τα εννιάμερα, στις τριάντα μέρες και στον χρόνο, τιμούσαν τη μνήμη του νεκρού με προσφορές,  θυσίες και συμπόσια.
Παρόμοια με τα σημερινά Ψυχοσάββατα ήταν η τελευταία μέρα των Ανθεστήριων, που λεγόταν Χύτροι, στα τέλη Φεβρουαρίου. Ήταν η μεγαλύτερη γιορτή για τη μνήμη των νεκρών, κατά την οποία ετοίμαζαν τη πανσπερμία, ένα χυλό από σπόρους μέσα σε πήλινες χύτρες, την οποία έπρεπε να φάνε πριν σκοτεινιάσει. Μαζεύονταν όλοι στο κοιμητήρι για να κάνουν θυσίες στον Ερμή Ψυχοπομπό, που οδηγούσε τους νεκρούς στον Άδη καθώς και για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Το βράδυ, για να ξορκίσουν την κακή τύχη απήγγειλαν: «Στην πόρτα οι Κήρες, τέλειωσαν τα Ανθεστήρια» (Οι Κήρες ήταν οι θεές του θανάτου).
Απόσπασμα από το βιβλίο της Άρτεμις Σκουμπουρδή, «Αθήνα: Μια πόλη μαγική» (Αθήνα, 2006, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ).

 

Γκέσιος Οίκος Τελετών Θεσσαλονίκη, 1/6/2020

Κηδείες, καύσεις, βιντεοσκόπηση τελετής.